- ἱδρυμένος
- ἱ̱δρῡμένος , ἱδρύωmake to sit downperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ATHOS — mons Macedoniae, nunc in tractu Iamboli dicto, instar peninsulae in mare Aegaeum excurrens, inter sinus Strymonicum, et Singiticum, cuius umbra in Lemnum insul. inde in ortum 87. mill. pass. distantem usque pertingit. Plin. 1. 4. c. 10. et 12.… … Hofmann J. Lexicon universale
ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… … Dictionary of Greek
θεοΐδρυτος — θεοΐδρυτος, ον (Α) ο ιδρυμένος από τον θεό, ο εγκατεστημένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ίδρυτος (< ιδρύω), πρβλ. αν ίδρυτος, κακο ίδρυτος) … Dictionary of Greek
θεοθεμελίωτος — θεοθεμελίωτος, ον (Α) θεμελιωμένος, ιδρυμένος από τον θεό … Dictionary of Greek
κακοΐδρυτος — κακοΐδρυτος, ον (Α) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἀΐδρυτος) κακώς ιδρυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ἱδρύω] … Dictionary of Greek
λας — Αρχαία πόλη της Λακωνίας, στα NΔ του Γυθείου. Βρισκόταν στην κορυφή του όρους Ασία, όπου υπήρχε ναός της Ασίας Αθηνάς, ιδρυμένος –σύμφωνα με την παράδοση– από τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη μετά την επιστροφή τους από την χώρα των Κόλχων. Στα… … Dictionary of Greek
σαθρός — ή, ό / σαθρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει αντοχή, επισφαλής, ετοιμόρροπος («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που δεν έχει στερεή βάση, αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό επιχείρημα» β … Dictionary of Greek
ιδρύομαι — ιδρύομαι, ιδρύθηκα, ιδρυμένος βλ. πίν. 6 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ՀԱՍՏԱՏՈՒՆ — (տնոյ, ոց.) NBH 2 0056 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c ա. βέβαιος, ἰδρυμένος, ἁσφαλής firmus, securus ἱσχυρός fortis. (ʼի Հաստ. Հաստատ.) Ունակ հաստատութեան. սերտ. պինդ. անշարժ. անդրդուելի. անքոյթ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ιδρύω — ίδρυσα, ιδρύθηκα, ιδρυμένος 1. ανεγείρω, οικοδομώ: Μετά τον πόλεμο ιδρύθηκαν πολλά σχολεία. 2. συγκρατώ, δημιουργώ: Οι νέοι του χωριού μας ίδρυσαν μορφωτικό σύλλογο. – Το κράτος του Ισραήλ ιδρύθηκε μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)